θεοδικία

θεοδικία
η
1. απόδειξη της αθωότητας ή της ενοχής ενός ανθρώπου που κατηγορείται για κάποιο έγκλημα, με θείο σημείο: Η θεοδικία εφαρμοζόταν πολύ στο μεσαίωνα.
2. (φιλοσ.), δικαίωση της πίστης στην πανσοφία, παντοδυναμία και δικαιοσύνη του Θεού μπροστά στην αθλιότητα που παρουσιάζει ο δημιουργημένος από αυτόν κόσμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεοδικία — η 1. η κρίση τού θεού για την ενοχή ή την αθωότητα τού κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια 2. η δικαίωση τού θεού για τη δημιουργία τού κακού στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο… …   Dictionary of Greek

  • θεοκρισία ή θεοδικία — Αποδεικτικό μέσο, στο πρωτόγονο δίκαιο, που συνδεόταν με την πίστη ότι η κατάλληλη δοκιμασία του κατηγορούμενου είναι δυνατό να προκαλέσει την ορατή απάντηση των υπερφυσικών όντων σχετικά με το ζήτημα της αθωότητας ή της ενοχής του. Η θ.… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποδικία — η 1. θεωρία για την ηθική φύση του ανθρώπου 2. το μέρος της θεολογίας που πραγματεύεται την ανθρώπινη φύση (πρβλ. θεοδικία) …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • ορδαλία — η 1. δοκιμασία που γινόταν ώστε να προκληθεί και να εκφραστεί η κρίση τού θεού με ορατά σημεία, προκειμένου να αποδειχθεί η αθωότητα ή η ενοχή ενός ατόμου ή να δοθεί λύση για αμφισβητούμενο θέμα, αλλ. θεοκρισία 2. (λαογρ.) το σύνολο τών λαϊκών… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Σιμόν Ζυλ — (Simon). Γάλλος φιλόσοφος και πολιτικός (1814 1896). Εκλέχτηκε πολλές φορές βουλευτής και διακρίθηκε για τους δημοκρατικούς αγώνες του. Το 1852, αρνήθηκε ως καθηγητής της Σορβόνης, να δώσει τον όρκο που επέβαλε ο Ναπολέων Γ’, και αποχώρησε από τη …   Dictionary of Greek

  • θεοκρισία — η θεοδικία: Οι δοκιμασίες της θεοκρισίας ήταν ανάλογες με τον πολιτισμό κάθε τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”